ευμεταποίητος

ευμεταποίητος
ος , ον легко переделываемый, изменяемый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ευμεταποίητος" в других словарях:

  • ευμεταποίητος — η, ο (Α εὐμεταποίητος, ον) νεοελλ. αυτός που μεταποιείται εύκολα, που μετασκευάζεται εύκολα αρχ. αυτός που μεταποιείται, που μεταβάλλεται, που αλλοιώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα ποιώ] …   Dictionary of Greek

  • εὐμεταποίητα — εὐμεταποίητος easily altered neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»